- βραδυπλοήσει
- βραδυπλοέωsail slowlyaor subj act 3rd sg (epic)βραδυπλοέωsail slowlyfut ind mid 2nd sgβραδυπλοέωsail slowlyfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.